περιφερειακός: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιφέρεια]]<br /><b>2.</b> ο [[περιθωριακός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[περιφερειακός]]<br />ο [[δρόμος]] που διατρέχει [[ολόγυρα]], [[χωρίς]] να περνάει [[μέσα]] από μια [[περιοχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «περιφερειακή [[ανάπτυξη]]» — η οικονομική [[ανάπτυξη]] τών περιφερειών μιας χώρας με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξή της<br />β) «περιφερειακή [[ταχύτητα]]» — η [[ταχύτητα]] ενός κινητού σε [[καμπύλη]] [[τροχιά]]<br />γ) «περιφερειακό νευρικό [[σύστημα]]» — το [[σύνολο]] τών νεύρων, τών νευρικών γαγγλίων και απολήξεων που συνδέουν το κεντρικό νευρικό [[σύστημα]] με τον [[υπόλοιπο]] οργανισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιφέρεια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i> ( | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιφέρεια]]<br /><b>2.</b> ο [[περιθωριακός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[περιφερειακός]]<br />ο [[δρόμος]] που διατρέχει [[ολόγυρα]], [[χωρίς]] να περνάει [[μέσα]] από μια [[περιοχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «περιφερειακή [[ανάπτυξη]]» — η οικονομική [[ανάπτυξη]] τών περιφερειών μιας χώρας με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξή της<br />β) «περιφερειακή [[ταχύτητα]]» — η [[ταχύτητα]] ενός κινητού σε [[καμπύλη]] [[τροχιά]]<br />γ) «περιφερειακό νευρικό [[σύστημα]]» — το [[σύνολο]] τών νεύρων, τών νευρικών γαγγλίων και απολήξεων που συνδέουν το κεντρικό νευρικό [[σύστημα]] με τον [[υπόλοιπο]] οργανισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιφέρεια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i> ([[πρβλ]]. [[συγκοινωνιακός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:55, 11 May 2023
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιφέρεια
2. ο περιθωριακός
3. το αρσ. ως ουσ. ο περιφερειακός
ο δρόμος που διατρέχει ολόγυρα, χωρίς να περνάει μέσα από μια περιοχή
4. φρ. α) «περιφερειακή ανάπτυξη» — η οικονομική ανάπτυξη τών περιφερειών μιας χώρας με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξή της
β) «περιφερειακή ταχύτητα» — η ταχύτητα ενός κινητού σε καμπύλη τροχιά
γ) «περιφερειακό νευρικό σύστημα» — το σύνολο τών νεύρων, τών νευρικών γαγγλίων και απολήξεων που συνδέουν το κεντρικό νευρικό σύστημα με τον υπόλοιπο οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφέρεια + κατάλ. -ακός (πρβλ. συγκοινωνιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].