φίλαθλος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filathlos | |Transliteration C=filathlos | ||
|Beta Code=fi/laqlos | |Beta Code=fi/laqlos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[fond of games]] (i e. as a competitor), <span class="bibl">Ph.1.268</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>166</span>; θεός Plu. 2.724b: metaph., [[fond of exertion]], <b class="b3">διάνοια, νοῦς</b>, <span class="bibl">Ph.1.543</span>,<span class="bibl">523</span>; also γυμνάσια φ. <span class="title">IG</span>3.1344.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:48, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A fond of games (i e. as a competitor), Ph.1.268, Ptol.Tetr.166; θεός Plu. 2.724b: metaph., fond of exertion, διάνοια, νοῦς, Ph.1.543,523; also γυμνάσια φ. IG3.1344.
German (Pape)
[Seite 1274] den Kampf liebend, Plut. u. a. Sp.; VLL. erkl. φιλόπονος. S. auch φιλάεθλος.
Greek (Liddell-Scott)
φίλαθλος: -ον, ὁ φιλῶν τοὺς ἄθλους, Πλούτ. 2. 724Β, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 113, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les luttes.
Étymologie: φίλος, ἆθλος.
Greek Monolingual
-η, -ο/ φίλαθλος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλάεθλος Α
αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φίλαθλος·οπαδός αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν μετά τον αγώνα»)
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται σε αθλητικά αγωνίσματα ή παιχνίδια
2. φιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἆθλος / ἄεθλος].
Russian (Dvoretsky)
φίλαθλος: любящий состязания Plut.