έμπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπεδος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[στερεά]] στηριγμένος στο [[έδαφος]] («ἔμπεδον τεῑχος»)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] στη [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[κατάσταση]], [[ιδιότητα]]) [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[έμπεδο]]<br />στρατιωτική [[μονάδα]] σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην [[έδρα]] της [[τακτική]] [[μονάδα]] η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἔμπεδον</i> και [[ἔμπεδα]]<br /><b>1.</b> [[σταθερά]] («μένειν ἔμπεδον»)<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], [[χωρίς]] [[διακοπή]] («θέειν ἔμπεδον)<br /><b>3.</b> ασφαλώς, πολύ καλά («[[ἴσθι]] τόδ' ἔμπεδον»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπεδος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[στερεά]] στηριγμένος στο [[έδαφος]] («ἔμπεδον τεῖχος»)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] στη [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[κατάσταση]], [[ιδιότητα]]) [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[έμπεδο]]<br />στρατιωτική [[μονάδα]] σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην [[έδρα]] της [[τακτική]] [[μονάδα]] η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἔμπεδον</i> και [[ἔμπεδα]]<br /><b>1.</b> [[σταθερά]] («μένειν ἔμπεδον»)<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], [[χωρίς]] [[διακοπή]] («θέειν ἔμπεδον)<br /><b>3.</b> ασφαλώς, πολύ καλά («[[ἴσθι]] τόδ' ἔμπεδον»).
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμπεδος, -ον)
1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῖχος»)
2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη
3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο
στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην έδρα της τακτική μονάδα η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἔμπεδον και ἔμπεδα
1. σταθερά («μένειν ἔμπεδον»)
2. συνεχώς, χωρίς διακοπή («θέειν ἔμπεδον)
3. ασφαλώς, πολύ καλά («ἴσθι τόδ' ἔμπεδον»).