ιξοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰξοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἰξοβόλος]]<br />ο [[ιξευτής]], ο [[κυνηγός]] πτηνών με [[ιξόβεργα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>ιο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=[[ἰξοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἰξοβόλος]]<br />ο [[ιξευτής]], ο [[κυνηγός]] πτηνών με [[ιξόβεργα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]) [[πρβλ]]. <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>ιο</i>-[[βόλος]].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰξοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια
2. το αρσ. ως ουσ.ἰξοβόλος
ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκο-βόλος, ιο-βόλος.