άτομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄτομος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[άρτιος]], [[ανελλιπής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κόπηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να κοπεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άπειρα [[μικρός]], [[απειροελάχιστος]]<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[περαιτέρω]] [[λογική]] [[διαίρεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἀτόμῳ» — [[αμέσως]], σε μια [[στιγμή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἄτομος]]<br />το [[άτομο]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[άτομο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]].
|mltxt=[[ἄτομος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[άρτιος]], [[ανελλιπής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κόπηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να κοπεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άπειρα [[μικρός]], [[απειροελάχιστος]]<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[περαιτέρω]] [[λογική]] [[διαίρεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἀτόμῳ» — [[αμέσως]], σε μια [[στιγμή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἄτομος]]<br />το [[άτομο]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[άτομο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:18, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄτομος, -ον (AM)
1. άρτιος, ανελλιπής
2. αυτός που δεν κόπηκε ή δεν είναι δυνατόν να κοπεί
αρχ.
1. άπειρα μικρός, απειροελάχιστος
2. (λογ.) αυτός που δεν υπόκειται σε περαιτέρω λογική διαίρεση
3. φρ. «ἐν ἀτόμῳ» — αμέσως, σε μια στιγμή
4. το θηλ. ως ουσ.ἄτομος
το άτομο
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -τομος < τέμνω.