αχήν: Difference between revisions
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀχήν]] (-ῆνος), ο, η (Α)<br />[[φτωχός]], [[ενδεής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Δωρικός]] τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής (-<i>ήν</i> / -<i>ήνος</i>) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την [[έννοια]] «[[κακομοίρης]], [[φτωχός]]». Το <i>ᾱχήν</i> συνδέθηκε με τα διαφορετικής μεταπτωτικής βαθμίδας <i>ῑχανώ</i> («[[επιζητώ]] [[κάτι]] με πόθο»), [[ἶχαρ]] (και [[ἴχαρ]]) «σφοδρή [[επιθυμία]]» ( | |mltxt=[[ἀχήν]] (-ῆνος), ο, η (Α)<br />[[φτωχός]], [[ενδεής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Δωρικός]] τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής (-<i>ήν</i> / -<i>ήνος</i>) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την [[έννοια]] «[[κακομοίρης]], [[φτωχός]]». Το <i>ᾱχήν</i> συνδέθηκε με τα διαφορετικής μεταπτωτικής βαθμίδας <i>ῑχανώ</i> («[[επιζητώ]] [[κάτι]] με πόθο»), [[ἶχαρ]] (και [[ἴχαρ]]) «σφοδρή [[επιθυμία]]» ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>ā</i><i>zi</i> «[[απληστία]], [[επιθυμία]], [[πόθος]]»: αρχ. ινδ. <i>ihate</i> «[[επιθυμώ]], [[ποθώ]]», αβεστ. <i>izyeiti</i> «[[επιδιώκω]], [[ποθώ]]»). Σύμφωνα με νεώτερη [[άποψη]], υποστηρίζεται η [[ερμηνεία]] του -<i>ᾱχήν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>εχεσ</i>-<i>νο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>έχω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νο</i>), με [[συναίρεση]] των <i>ᾰ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ε</i> > <i>ᾱ</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἀχήν (-ῆνος), ο, η (Α)
φτωχός, ενδεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής (-ήν / -ήνος) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την έννοια «κακομοίρης, φτωχός». Το ᾱχήν συνδέθηκε με τα διαφορετικής μεταπτωτικής βαθμίδας ῑχανώ («επιζητώ κάτι με πόθο»), ἶχαρ (και ἴχαρ) «σφοδρή επιθυμία» (πρβλ. αβεστ. āzi «απληστία, επιθυμία, πόθος»: αρχ. ινδ. ihate «επιθυμώ, ποθώ», αβεστ. izyeiti «επιδιώκω, ποθώ»). Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, υποστηρίζεται η ερμηνεία του -ᾱχήν < α-εχεσ-νο (< α- στερ. + έχω + επίθημα -νο), με συναίρεση των ᾰ + ε > ᾱ].