λουρί: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[λωρίον]])<br />[[ταινία]], [[συνήθως]] [[δερμάτινη]], για διάφορες χρήσεις, [[ιμάντας]] (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το [[λουρί]] της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το [[σκυλί]] του δεμένο με ένα μακρύ [[λουρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενό και επίμηκες [[τμήμα]] επιφάνειας, [[λωρίδα]]<br /><b>2.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] το [[λουρί]]» — [[κάνω]] οικονομίες, [[περιορίζω]] τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται [[πολιτική]] λιτότητας<br />β) «[[σφίγγω]] τα λουριά κάποιου» — [[περιορίζω]] κάποιον, του [[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]]<br />γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη [[ράχη]] του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε [[πολλά]] χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωρίον]] (με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-σε -<i>ου</i>-<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[κώδων]] > [[κουδούνι]]), υποκορ. του [[λῶρον]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[ζώνη]]»].
|mltxt=το (Μ [[λωρίον]])<br />[[ταινία]], [[συνήθως]] [[δερμάτινη]], για διάφορες χρήσεις, [[ιμάντας]] (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το [[λουρί]] της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το [[σκυλί]] του δεμένο με ένα μακρύ [[λουρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενό και επίμηκες [[τμήμα]] επιφάνειας, [[λωρίδα]]<br /><b>2.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] το [[λουρί]]» — [[κάνω]] οικονομίες, [[περιορίζω]] τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται [[πολιτική]] λιτότητας<br />β) «[[σφίγγω]] τα λουριά κάποιου» — [[περιορίζω]] κάποιον, του [[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]]<br />γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη [[ράχη]] του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε [[πολλά]] χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωρίον]] (με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-σε -<i>ου</i>-<br />[[πρβλ]]. [[κώδων]] > [[κουδούνι]]), υποκορ. του [[λῶρον]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[ζώνη]]»].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ λωρίον)
ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το λουρί της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί»)
νεοελλ.
1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα
2. ζώνη, ζωστήρας
3. φρ. α) «σφίγγω το λουρί» — κάνω οικονομίες, περιορίζω τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται πολιτική λιτότητας
β) «σφίγγω τα λουριά κάποιου» — περιορίζω κάποιον, του σφίγγω το ζωνάρι
γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη ράχη του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε πολλά χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωρίον (με κώφωση του -ω-σε -ου-
πρβλ. κώδων > κουδούνι), υποκορ. του λῶρον < λατ. lorum «ιμάντας, ζώνη»].