έσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και [[εἴσω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]) [[μέσα]] («η [[πόλις]] [[είναι]] κτισμένη έσω τών τειχών»)<br /><b>2.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[μέσα]] («[[δεσμώτης]] ἔσω θακεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με το [[άρθρο]] έχει [[θέση]] επιθ. ή ουσ.)<br />η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῦ ναοῡ», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα έσω μου» — τα [[σωθικά]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσω μου»<br />i. [[μέσα]] μου, στο [[μυαλό]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)<br />ii. στο [[σπίτι]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />iii. στην [[πατρίδα]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά<br />γ) «[[δίνω]] έσσω» — [[μπαίνω]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) σε [[διάστημα]] («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ες</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>ω</i>, πρβλ. <i>άν</i>-<i>ω</i>, <i>έξ</i>-<i>ω</i>].
|mltxt=και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και [[εἴσω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]) [[μέσα]] («η [[πόλις]] [[είναι]] κτισμένη έσω τών τειχών»)<br /><b>2.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[μέσα]] («[[δεσμώτης]] ἔσω θακεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με το [[άρθρο]] έχει [[θέση]] επιθ. ή ουσ.)<br />η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῦ ναοῡ», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα έσω μου» — τα [[σωθικά]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσω μου»<br />i. [[μέσα]] μου, στο [[μυαλό]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)<br />ii. στο [[σπίτι]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />iii. στην [[πατρίδα]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά<br />γ) «[[δίνω]] έσσω» — [[μπαίνω]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) σε [[διάστημα]] («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ες</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>ω</i>, πρβλ. <i>άν</i>-<i>ω</i>, <i>έξ</i>-<i>ω</i>].
}}
}}

Revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω)
επίρρ.
1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών»)
2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσαδεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.)
3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.)
η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῦ ναοῡ», Τζέτζ.)
νεοελλ.
φρ. «τα έσω μου» — τα σωθικά μου
μσν.
1. ανάμεσα
2. φρ. α) «ἔσω μου»
i. μέσα μου, στο μυαλό μου (σου, του κ.λπ.) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)
ii. στο σπίτι μου (σου, του κ.λπ.)
iii. στην πατρίδα μου (σου, του κ.λπ.)
β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά
γ) «δίνω έσσω» — μπαίνω
3. (για χρόνο) σε διάστημα («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ες + επιρρ. κατάλ. -ω, πρβλ. άν-ω, έξ-ω].