επιχώριος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιχώριος]], -ον και -ος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μένει μόνιμα σε έναν [[τόπο]], ό [[ντόπιος]] («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] τη [[χώρα]] (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιχώριον</i><br /><b>1.</b> η [[συνήθεια]] που επικρατεί σε έναν [[τόπο]] («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα [[χρήση]]<br /><b>3.</b> όπως [[είναι]] [[συνήθεια]] σε μια [[χώρα]] να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιχώριος]], -ον και -ος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μένει μόνιμα σε έναν [[τόπο]], ό [[ντόπιος]] («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] τη [[χώρα]] (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιχώριον</i><br /><b>1.</b> η [[συνήθεια]] που επικρατεί σε έναν [[τόπο]] («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα [[χρήση]]<br /><b>3.</b> όπως [[είναι]] [[συνήθεια]] σε μια [[χώρα]] να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῖν»)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> τα κοινά πράγματα<br /><b>5.</b> [[οικείος]] («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:54, 27 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιχώριος, -ον και -ος, -α, -ον)
1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.)
2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός τών λεμφογαγγλίων που υποδέχονται και διηθούν τη λέμφο ορισμένης περιοχής του σώματος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιχώριον
1. η συνήθεια που επικρατεί σε έναν τόπο («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», Αριστοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε τρέχουσα χρήση
3. όπως είναι συνήθεια σε μια χώρα να... («ἀλλ’ ἐπιχώριον ὅν ἡμῖν»)
4. στον πληθ. τα κοινά πράγματα
5. οικείος («τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώρα + κατάλ. -ιος].