ζυγοστατώ: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ζυγοστατῶ, -έω) [[ζυγοστάτης]]<br />[[σταθμίζω]] με [[ζυγό]], [[ζυγίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ισορροπήσει<br /><b>2.</b> [[ελέγχω]], [[κρίνω]]<br /><b>3.</b> [[βασανίζω]] στη [[σκέψη]] μου, [[σκέπτομαι]] [[βαθιά]] («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ | |mltxt=(AM ζυγοστατῶ, -έω) [[ζυγοστάτης]]<br />[[σταθμίζω]] με [[ζυγό]], [[ζυγίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ισορροπήσει<br /><b>2.</b> [[ελέγχω]], [[κρίνω]]<br /><b>3.</b> [[βασανίζω]] στη [[σκέψη]] μου, [[σκέπτομαι]] [[βαθιά]] («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῖν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ζυγοστάτης]], [[ζυγιστής]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυγοστατοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι σε [[ισορροπία]], ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) [[είμαι]] [[αμφίρροπος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:38, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ζυγοστατῶ, -έω) ζυγοστάτης
σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω
μσν.
1. κάνω κάτι να ισορροπήσει
2. ελέγχω, κρίνω
3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῖν», Φώτ.)
αρχ.
1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής
2. παθ. ζυγοστατοῦμαι, -έομαι
βρίσκομαι σε ισορροπία, ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι
3. (για πόλεμο) είμαι αμφίρροπος.