ολιγότητα: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀλιγότης]], -ητος) [[ολίγος]]<br /><b>1.</b> μικρή [[ποσότητα]], το ολιγάριθμο<br /><b>2.</b> [[σπανιότητα]], [[έλλειψη]] («μή τι παρακινῆ αὐτοῦ τῶν ἐκεῑ διὰ [[πλῆθος]] οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρόνο) [[βραχύτητα]]<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[αδυναμία]].
|mltxt=η (Α [[ὀλιγότης]], -ητος) [[ολίγος]]<br /><b>1.</b> μικρή [[ποσότητα]], το ολιγάριθμο<br /><b>2.</b> [[σπανιότητα]], [[έλλειψη]] («μή τι παρακινῆ αὐτοῦ τῶν ἐκεῖ διὰ [[πλῆθος]] οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρόνο) [[βραχύτητα]]<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[αδυναμία]].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγότης, -ητος) ολίγος
1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο
2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῦ τῶν ἐκεῖ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για χρόνο) βραχύτητα
2. (για φωνή) αδυναμία.