προσσυλλαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prossyllamvano | |Transliteration C=prossyllamvano | ||
|Beta Code=prossullamba/nw | |Beta Code=prossullamba/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[join]] or <b class="b2">add to</b>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Ptol.</span>192</span>:—Med., <b class="b2">take part in besides, contribute to</b>, προσξυνελάβοντο . . τῆς ὁρμῆς αἱ νῆες <span class="bibl">Th. 3.36</span> (v.l. [[-εβάλετο]]); <b class="b2">help to confirm</b>, λόγου <span class="bibl">D.C.43.47</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[προσσυλλαμβάνομαι]]<br />α) [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] σε [[κάτι]] επιπροσθέτως<br />β) [[συμβάλλω]] στη [[βεβαίωση]] («προσσυνελάβετο τοῦ λόγου τούτου», Δίων Κάσσ.). | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[προσσυλλαμβάνομαι]]<br />α) [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] σε [[κάτι]] επιπροσθέτως<br />β) [[συμβάλλω]] στη [[βεβαίωση]] («προσσυνελάβετο τοῦ λόγου τούτου», Δίων Κάσσ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 28 June 2020
English (LSJ)
A join or add to, Porph.in Ptol.192:—Med., take part in besides, contribute to, προσξυνελάβοντο . . τῆς ὁρμῆς αἱ νῆες Th. 3.36 (v.l. -εβάλετο); help to confirm, λόγου D.C.43.47.
Greek Monolingual
Α
1. συνάπτω κάτι σε κάτι άλλο, προσθέτω
2. μέσ. προσσυλλαμβάνομαι
α) συμβάλλω, συντελώ σε κάτι επιπροσθέτως
β) συμβάλλω στη βεβαίωση («προσσυνελάβετο τοῦ λόγου τούτου», Δίων Κάσσ.).