complete: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
'''v. trans.'''
'''v. trans.'''


[[accomplish]]: P. and V. ἀνύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid., P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, διαπεραίνειν (Plat.), τελεοῦν (V. τελειοῦν), V. ἐξανύτειν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν, ἐκπράσσειν, ἐκπεραίνειν, κραίνειν, ἐπικραίνειν, P. ἐπιτελεῖν, Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι; see [[work out]].
[[accomplish]]: P. and V. ἀνύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid., P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, διαπεραίνειν (Plat.), τελεοῦν (V. τελειοῦν), V. ἐξανύτειν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν, ἐκπράσσειν, ἐκπεραίνειν, κραίνειν, ἐπικραίνειν, P. ἐπιτελεῖν, Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι; see [[work out]] (in [[work]]).


[[fill up]], [[make complete]]: P. and V. πληροῦν, ἐκπληροῦν, V. ἐκπιμπλάναι, P. ἀναπληροῦν.
[[fill up]], [[make complete]]: P. and V. πληροῦν, ἐκπληροῦν, V. ἐκπιμπλάναι, P. ἀναπληροῦν.

Revision as of 10:31, 13 September 2019

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 152.jpg

adj.

P. and V. τέλειος, τέλεος, παντελής, ἐντελής, P. ἐπιτελής.

full: P. and V. πλήρης; see also absolute, finished.

v. trans.

accomplish: P. and V. ἀνύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid., P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, διαπεραίνειν (Plat.), τελεοῦν (V. τελειοῦν), V. ἐξανύτειν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν, ἐκπράσσειν, ἐκπεραίνειν, κραίνειν, ἐπικραίνειν, P. ἐπιτελεῖν, Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι; see work out (in work).

fill up, make complete: P. and V. πληροῦν, ἐκπληροῦν, V. ἐκπιμπλάναι, P. ἀναπληροῦν.

the other labours he has completed: V. καὶ τοὺς μὲν ἄλλους ἐξεμόχθησεν πόνους (Eur., H.F. 22).