συνωφρυωμένος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[συνοφρυωμένος]], που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: [[σκυθρωπός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]]. | |mltxt=[[συνοφρυωμένος]], που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: [[σκυθρωπός]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]]. Βλέπε και: [[συνοφρυώνομαι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 25 September 2019
English (LSJ)
συνωφρυωμένος/συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος/ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with meeting eyebrows, with knitted brow, with knitted brows, overcast, sullen, pensive. Synonym: σύνοφρυς. See also: συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι. Etymology: σύν, ὀφρύς.
Greek Monolingual
συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: σκυθρωπός, κατσούφης, κατηφής. Βλέπε και: συνοφρυώνομαι.