включать: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(1) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[εἰσάγω]], [[ἐσάγω]], [[εἰσποιέω]], [[ἐσποιέω]], [[συμπαραλαμβάνω]], [[κατακλείω]], [[κατακληΐω]], [[κατακλῄω]], [[κατακλάζω]], [[εἰστελέω]], [[ἐντείνω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[ὑποζεύγνυμι]], [[ὑποζευγνύω]], [[προσκατατάσσω]], [[προσκατατάττω]], [[συρρίπτω]], [[συνεξαριθμέω]] | |rueltext=[[περιλαμβάνω]], [[εἰσάγω]], [[ἐσάγω]], [[εἰσποιέω]], [[ἐσποιέω]], [[συμπαραλαμβάνω]], [[κατακλείω]], [[κατακληΐω]], [[κατακλῄω]], [[κατακλάζω]], [[εἰστελέω]], [[ἐντείνω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[ὑποζεύγνυμι]], [[ὑποζευγνύω]], [[προσκατατάσσω]], [[προσκατατάττω]], [[συρρίπτω]], [[συνεξαριθμέω]], [[τάσσω]], [[τίθημι]], [[καταλέγω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 15 October 2019
Russian > Greek
περιλαμβάνω, εἰσάγω, ἐσάγω, εἰσποιέω, ἐσποιέω, συμπαραλαμβάνω, κατακλείω, κατακληΐω, κατακλῄω, κατακλάζω, εἰστελέω, ἐντείνω, συμπεριλαμβάνω, ὑποζεύγνυμι, ὑποζευγνύω, προσκατατάσσω, προσκατατάττω, συρρίπτω, συνεξαριθμέω, τάσσω, τίθημι, καταλέγω