общественный: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐξωτερικός]], [[πολιτικός]], [[εὐρυάγυια]], [[προσομιλητικός]], [[δημόσιος]], [[δαμόσιος]], [[ἐπίξυνος]], [[δημότερος]], [[κοινωνικός]], [[ἀστυνόμος]], [[δημοτελής]], [[πολισσονόμος]], [[κοινός]] | |rueltext=[[ἐξωτερικός]], [[πολιτικός]], [[εὐρυάγυια]], [[προσομιλητικός]], [[δημόσιος]], [[δήμιος]], [[δάμιος]], [[δαμόσιος]], [[ἐπίξυνος]], [[δημότερος]], [[κοινωνικός]], [[ἀστυνόμος]], [[δημοτελής]], [[πολισσονόμος]], [[κοινός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:12, 6 November 2023
Russian > Greek
ἐξωτερικός, πολιτικός, εὐρυάγυια, προσομιλητικός, δημόσιος, δήμιος, δάμιος, δαμόσιος, ἐπίξυνος, δημότερος, κοινωνικός, ἀστυνόμος, δημοτελής, πολισσονόμος, κοινός