ὁμολογητικός: Difference between revisions
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omologitikos | |Transliteration C=omologitikos | ||
|Beta Code=o(mologhtiko/s | |Beta Code=o(mologhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for confessing:</b> Adv. -κῶς, ὀμνύειν <span class="bibl">Eust. 233.40</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 07:45, 13 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A of or for confessing: Adv. -κῶς, ὀμνύειν Eust. 233.40.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολογητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) ομολογητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόν
επιβεβαίωση, επικύρωση.
επίρρ...
ὁμολογητικῶς (Μ)
με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.