μονάγκων: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monagkon
|Transliteration C=monagkon
|Beta Code=mona/gkwn
|Beta Code=mona/gkwn
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one-armed</b> engine to throw projectiles, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span> 91.36</span> (pl.), <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>188.6</span>(pl.), al.</span>
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one-armed]] engine to throw projectiles, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span> 91.36</span> (pl.), <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>188.6</span>(pl.), al.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:56, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονάγκων Medium diacritics: μονάγκων Low diacritics: μονάγκων Capitals: ΜΟΝΑΓΚΩΝ
Transliteration A: monánkōn Transliteration B: monankōn Transliteration C: monagkon Beta Code: mona/gkwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A one-armed engine to throw projectiles, Ph.Bel. 91.36 (pl.), Apollod.Poliorc.188.6(pl.), al.

German (Pape)

[Seite 201] ωνος, ὁ, mit einem Ellenbogen, eine Maschine, die mit einem anprellenden Arme, ἀγκών, Steine schleuderte, onager, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

μονάγκων: -ωνος, ὁ, πολεμικὴ μηχανὴ μετὰ ἑνὸς μόνον κινητοῦ βραχίονος, πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν κτλ., ὅμοιον τῷ καταπέλτῃ, Λατ. onager, Φίλων Βελοπ. σ. 91.

Greek Monolingual

μονάγκων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε κάθετο στήριγμα και χρησίμευε στην εξακόντιση λίθων ή και εμπρηστικών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόν(ο)- + ἀγκών, -ῶνος «κλείδωση, βραχίονας»)].