μονόπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monoptotos | |Transliteration C=monoptotos | ||
|Beta Code=mono/ptwtos | |Beta Code=mono/ptwtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with but one case]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>29.1</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Cat.</span> 62.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:25, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A with but one case, A.D.Synt.29.1, Porph.in Cat. 62.4.
German (Pape)
[Seite 204] mit einem Falle od. Casus, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
μονόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον πτῶσιν, Χοιροβοσκ. 1. 370.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόπτωτος, -ον)
γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση
νεοελλ.
(για ρήματα)
αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + πτωτός από θ. πτω- (πρβλ. πτώσις) του πί-πτω (πρβλ. ά-πτωτος, πολύ-πτωτος)].
Russian (Dvoretsky)
μονόπτωτος: грам. однопадежный.