ξενοδόκος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenodokos | |Transliteration C=ksenodokos | ||
|Beta Code=cenodo/kos | |Beta Code=cenodo/kos | ||
|Definition=Ion. and Ep.ξεινοδόκος, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one who receives strangers, host</b>, ἵν' ὁμῶς τερπώμεθα πάντες ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος <span class="bibl">Od. 8.543</span> ; ξεῖνος μιμνήσκεται ἤματα πάντα ἀνδρὸς ξεινοδόκου <span class="bibl">15.55</span>, cf. <span class="bibl">Il.3.354</span>, <span class="bibl">Od.8.210</span>, <span class="bibl">Theoc.16.27</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.96a</span>, <span class="title">AP</span> 10.15 (Paul. Sil.):—later ξενο-δόχος, <span class="bibl">Ph.2.17</span>, al.; | |Definition=Ion. and Ep.ξεινοδόκος, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one who receives strangers, host</b>, ἵν' ὁμῶς τερπώμεθα πάντες ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος <span class="bibl">Od. 8.543</span> ; ξεῖνος μιμνήσκεται ἤματα πάντα ἀνδρὸς ξεινοδόκου <span class="bibl">15.55</span>, cf. <span class="bibl">Il.3.354</span>, <span class="bibl">Od.8.210</span>, <span class="bibl">Theoc.16.27</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.96a</span>, <span class="title">AP</span> 10.15 (Paul. Sil.):—later ξενο-δόχος, <span class="bibl">Ph.2.17</span>, al.; [[head of a]] <b class="b3">ξενοδοχεῖον</b>, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>7.1</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[witness]], <span class="bibl">Simon.84.7</span>, cf. Hsch.—The forms <b class="b3">ξενοδόχος, -δοχέω, -δοχία</b> are condemned by Moer.<span class="bibl">p.271</span> P., Thom.Mag.<span class="bibl">p.251</span> R. ; cf. [[ξενηδόκος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 1 July 2020
English (LSJ)
Ion. and Ep.ξεινοδόκος, ὁ,
A one who receives strangers, host, ἵν' ὁμῶς τερπώμεθα πάντες ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος Od. 8.543 ; ξεῖνος μιμνήσκεται ἤματα πάντα ἀνδρὸς ξεινοδόκου 15.55, cf. Il.3.354, Od.8.210, Theoc.16.27, Jul.Or.2.96a, AP 10.15 (Paul. Sil.):—later ξενο-δόχος, Ph.2.17, al.; head of a ξενοδοχεῖον, Just.Nov.7.1, al. II witness, Simon.84.7, cf. Hsch.—The forms ξενοδόχος, -δοχέω, -δοχία are condemned by Moer.p.271 P., Thom.Mag.p.251 R. ; cf. ξενηδόκος.
German (Pape)
[Seite 277] u. ξενοδόχος, ion. ξεινοδόκος, der einen Gastfreund od. Fremden aufnimmt u. bewirthet, der Gastgeber, Wirth; ξ. ὅς κεν φιλότητα παράσχῃ, Il. 3, 354 Od. 15, 55, vgl. 70; ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος, 8, 543. – Nach Apoll. L. H. bei Simonid. der Zeuge.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδόκος: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοδόκος, ὁ, ὁ δεχόμενος ξένους, ξενιστής, ἵν’ ὁμῶς τερπώμεθα πάντες, ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος Ὀδ. Θ. 543· ξεῖνος μιμνήσκεται ἥματα πάντα ἀνδρὸς ξεινοδόκου Ο. 55, πρβλ. Γ. 354, Ὀδ. Θ. 210. ΙΙ. μάρτυς., Σιμων. 84, ἴδε Ἡσύχ., ἐν λ. - Οἱ τύποι ξενοδόχος, -δοχέω, -δοχία, ἀποδοκιμάζονται ὑπὸ Θωμᾶ Μαγίστρου 640, πρβλ. Μοῖρ. 271, Λοβ. Φρύν. 307, καὶ ἴδε ξενηδόκος.
Greek Monolingual
ξενοδόκος, ιων. και επικ. τ. ξεινοδόκος, ὁ (Α)
1. αυτός που δέχεται και περιποιείται τους ξένους
2. μάρτυρας σε δίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μηλο-δόκος.
Greek Monotonic
ξενοδόκος: ὁ (δέχομαι), Ιων. και Επικ. ξεινοδόκος, αυτός που υποδέχεται φιλοξενούμενους, οικοδεσπότης, ξενοδόχος, πανδοχέας, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ξενοδόκος: ион. ξεινοδόκος ὁ оказывающий гостеприимство, хозяин (ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος Hom.).