πολύθεστος: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polythestos | |Transliteration C=polythestos | ||
|Beta Code=polu/qestos | |Beta Code=polu/qestos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[muchdesired]], τοκεῦσι <span class="bibl">Call.<span class="title">Cer.</span>48</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:15, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A muchdesired, τοκεῦσι Call.Cer.48.
German (Pape)
[Seite 663] viel od. sehr gewünscht, Callim. Cer. 48.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθεστος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, Καλλ. εἰς Δήμ, 48· πρβλ. ἀπόθεστος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολύθεστος· πολυαγάπητος. πολύσεπτος».
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. πολύ επιθυμητός, πολυαγαπημένος («τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) πολύ τιμημένος, πολύσεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θεστος, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή» (πρβλ. ά-θεστος)].