οἰνόεις: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oinoeis
|Transliteration C=oinoeis
|Beta Code=oi)no/eis
|Beta Code=oi)no/eis
|Definition=εσσα, εν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">with wine</b> ; v. [[οἰνοῦττα]].</span>
|Definition=εσσα, εν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[with wine]] ; v. [[οἰνοῦττα]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:31, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόεις Medium diacritics: οἰνόεις Low diacritics: οινόεις Capitals: ΟΙΝΟΕΙΣ
Transliteration A: oinóeis Transliteration B: oinoeis Transliteration C: oinoeis Beta Code: oi)no/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of or with wine ; v. οἰνοῦττα.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων εἰς οἶνονπλήρης οἴνου· ἴδε οἰνοῦττα.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de vin ; subst. att.οἰνοῦττα :
1 gâteau fait d’orge, d’eau, d’huile et de vin;
2 sorte de plante vénéneuse.
Étymologie: οἶνος.

Greek Monolingual

οἰνόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος με κρασί ή αυτός που έχει τη γεύση ή τη σύσταση του κρασιού, οινώδης, οινοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].

Greek Monotonic

οἰνόεις: -εσσα, -εν (οἶνος), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για κρασί.

Middle Liddell

οἰνόεις, εσσα, εν οἶνος
of or with wine.