ἀνεξίτηλος: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεξίτηλος''': [ῐ], -ον, [[ἀνεξάλειπτος]], βαφὴ | |lstext='''ἀνεξίτηλος''': [ῐ], -ον, [[ἀνεξάλειπτος]], βαφὴ Πολυδ. Α΄, 44. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:16, 7 July 2020
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A indelible, βαφή Poll.1.44.
German (Pape)
[Seite 224] unvergänglich, Poll. 1, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξίτηλος: [ῐ], -ον, ἀνεξάλειπτος, βαφὴ Πολυδ. Α΄, 44.
Spanish (DGE)
-ον
1 indeleble, βαφή Poll.1.44.
2 neutr. subst. τὸ ἀ. fijeza Cyr.Al.M.68.497C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξίτηλος, -ον)
ανεξάλειπτος, άσβηστος (ιδίως για χρώματα ή γράμματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αρχ. εξίτηλος (< έξειμι) «αυτός που εύκολα εξαλείφεται»].