ὑπερθεματισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperthematismos | |Transliteration C=yperthematismos | ||
|Beta Code=u(perqematismo/s | |Beta Code=u(perqematismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense" | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[overbidding]], [[Gloss]]., Charis. p.553K.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:30, 13 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A overbidding, Gloss., Charis. p.553K.
German (Pape)
[Seite 1196] ὁ, das Ueberbieten, Sp.
Greek Monolingual
ο / ὑπερθεματισμός, ΝΜ ὑπερθεματίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπερθεματίζω, η προσφορά υψηλότερης τιμής σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία
νεοελλ.
1. (νομ.) έγγραφο αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την αγοραπωλησία σαν να μην έγινε στην περίπτωση που θα παρουσιαστεί κάποιος τρίτος με καλύτερους όρους
2. μτφ. κάθε είδους υπερβολή
μσν.
πέρασμα πέρα από τα όρια της επαρχίας.