ζακαλλής: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zakallis | |Transliteration C=zakallis | ||
|Beta Code=zakallh/s | |Beta Code=zakallh/s | ||
|Definition=ές, (κάλλος) <span class="sense" | |Definition=ές, (κάλλος) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[very beautiful]], Hsch. ζακελτίδες, v. [[ζεκ-]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 10 December 2020
English (LSJ)
ές, (κάλλος) A very beautiful, Hsch. ζακελτίδες, v. ζεκ-.
German (Pape)
[Seite 1136] Hesych. = περικαλλής.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰκαλλής: -ές, (κάλλος) περικαλλής, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ζακαλλής, -ές (Α)
πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -καλλής < κάλλος (πρβλ. α-καλλής, περι-καλλής)].