τετράκωμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράκωμος''': [ᾰ], ὁ, «[[μέλος]] τι σὺν ὀρχήσει πεποιημένον εἰς Ἡρακλέα ἐπινίκιον. ἐκαλεῖτο δὲ [[τέσσαρες]] κῶμοι» Ἡσύχ., (πρβλ. τετραδισταὶ ΙΙ), Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C, [[Πολυδ]]. Δ΄, 105.
|lstext='''τετράκωμος''': [ᾰ], ὁ, «[[μέλος]] τι σὺν ὀρχήσει πεποιημένον εἰς Ἡρακλέα ἐπινίκιον. ἐκαλεῖτο δὲ [[τέσσαρες]] κῶμοι» Ἡσύχ., (πρβλ. τετραδισταὶ ΙΙ), Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C, Πολυδ. Δ΄, 105.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />επινίκιο [[άσμα]] με χορό αφιερωμένο στον Ηρακλή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶμος]] «[[τραγούδι]], [[γιορτή]], [[διασκέδαση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κωμος</i>)].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />επινίκιο [[άσμα]] με χορό αφιερωμένο στον Ηρακλή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶμος]] «[[τραγούδι]], [[γιορτή]], [[διασκέδαση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κωμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράκωμος Medium diacritics: τετράκωμος Low diacritics: τετράκωμος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΩΜΟΣ
Transliteration A: tetrákōmos Transliteration B: tetrakōmos Transliteration C: tetrakomos Beta Code: tetra/kwmos

English (LSJ)

ὁ,

   A a triumphal song and dance sacred to Heracles and also called τέσσαρες κῶμοι, Trypho ap.Ath.14.618c, Hsch.; ὁ δὲ τ., τὸ τῆς ὀρχήσεως εἶδος, οὐκ οἶδα εἴ τι προσῆκον ἦν τοῖς Ἀθήνησι τ., οἳ ἦσαν Πειραιεῖς Φαληρεῖς Ξυπεταίονες Θυμοιτάδαι (leg. Θυμαιτ-, cf. IG22.1598, 3102) Poll.4.105; τοῦ τετρακώμου Ἡρακλείου, ἐν ᾧ τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας ἐτίθεσαν τοῖς Παναθηναίοις St.Byz. s.v. Ἐχελίδαι.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκωμος: [ᾰ], ὁ, «μέλος τι σὺν ὀρχήσει πεποιημένον εἰς Ἡρακλέα ἐπινίκιον. ἐκαλεῖτο δὲ τέσσαρες κῶμοι» Ἡσύχ., (πρβλ. τετραδισταὶ ΙΙ), Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C, Πολυδ. Δ΄, 105.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
επινίκιο άσμα με χορό αφιερωμένο στον Ηρακλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κῶμος «τραγούδι, γιορτή, διασκέδαση» (πρβλ. πολύ-κωμος)].