μαλλωτός: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mallotos
|Transliteration C=mallotos
|Beta Code=mallwto/s
|Beta Code=mallwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fleecy]], <b class="b3">μ. χλαμύδες</b> cloaks [[lined with wool]], <span class="bibl">Pl.Com.13</span>; δοραί <span class="bibl">Str.11.2.19</span>; χιτῶνες <span class="bibl">D.H.7.72</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1120 (iv A. D.), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7033.44</span> (v A. D.):—written μαλλουτός in <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>6 ii 65</span> (vi A. D.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fleecy]], <b class="b3">μ. χλαμύδες</b> cloaks [[lined with wool]], <span class="bibl">Pl.Com.13</span>; δοραί <span class="bibl">Str.11.2.19</span>; χιτῶνες <span class="bibl">D.H.7.72</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1120 (iv A. D.), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7033.44</span> (v A. D.):—written μαλλουτός in <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>6 ii 65</span> (vi A. D.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:30, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλλωτός Medium diacritics: μαλλωτός Low diacritics: μαλλωτός Capitals: ΜΑΛΛΩΤΟΣ
Transliteration A: mallōtós Transliteration B: mallōtos Transliteration C: mallotos Beta Code: mallwto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A fleecy, μ. χλαμύδες cloaks lined with wool, Pl.Com.13; δοραί Str.11.2.19; χιτῶνες D.H.7.72, cf. IG22.1120 (iv A. D.), Sammelb.7033.44 (v A. D.):—written μαλλουτός in PMasp.6 ii 65 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μαλλωτός: -ή, -όν, ἔχων μαλλίον, «μαλλιαρός», μ. χλαμὺς Πλάτ. Κωμ. ἐν «ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 4· δοραὶ Στράβ. 499· χιτῶνες Διον. Ἁλ. 7. 72· πρβλ. μηλωτή.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαλλωτός, -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) μαλλός
γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτός
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 περίπου είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλλωτόν
είδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος.