ληκτικός: Difference between revisions
From LSJ
νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liktikos | |Transliteration C=liktikos | ||
|Beta Code=lhktiko/s | |Beta Code=lhktiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[causing to cease]], | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[causing to cease]], [[ὀδύνης]] v.l. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Liqu.</span>6</span>; [[terminal]], [[[συλλαβαί]]] <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>7.10</span>; ζῴδιον <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.194.18 (Rhetor.ex Teucro).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:05, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A causing to cease, ὀδύνης v.l. in Hp.Liqu.6; terminal, [[[συλλαβαί]]] A.D. Synt.7.10; ζῴδιον Cat.Cod.Astr.7.194.18 (Rhetor.ex Teucro).
German (Pape)
[Seite 39] das Ende betreffend, B. A. p. 816.
Greek (Liddell-Scott)
ληκτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ τέλος εὑρισκόμενος, ἐπὶ γραμμάτων ληκτικὸν εἶναι τὸ ἐν τέλει τῆς λέξεως εὑρισκόμενον γράμμα, π. χ. ἐν τῇ λέξει ῥήτωρ τὸ ρ εἶναι ληκτικόν, Α. Β. 816, 22.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ληκτικός, -ή, -όν) λήγω
αυτός ο οποίος βρίσκεται στο τέλος, τελικός, καταληκτικός (α. «ληκτικό σύμφωνο» β. «ληκτικαὶ συλλαβαί», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
αυτός που επιφέρει τέρμα σε κάτι («ληκτικὸς ὀδύνης», Ιπποκρ.).