πεντάπολις: Difference between revisions
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentapolis | |Transliteration C=pentapolis | ||
|Beta Code=penta/polis | |Beta Code=penta/polis | ||
|Definition=εως, Ion. ιος, ἡ, <span class="sense" | |Definition=εως, Ion. ιος, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[league of five cities]], <span class="bibl">Hdt.1.144</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>10.6</span>, <span class="bibl">Str.6.2.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">POsl.</span>1.300</span> : metaph., of the five senses, <span class="bibl">Ph. 2.22</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:50, 11 December 2020
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, A league of five cities, Hdt.1.144, LXX Wi.10.6, Str.6.2.4, POsl.1.300 : metaph., of the five senses, Ph. 2.22.
German (Pape)
[Seite 557] ἡ, Fünfstadt, Her. 1, 144.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάπολις: ἡ, ὁμοσπονδία πέντε πόλεων, α) Δωρικὴ πεντάπολις, Λίνδος, Ἰάλυσος, Κάμειρος (ἐπὶ τῆς νήσου Ρόδου), Κῶς καὶ Κνίδος. α) πεντάπολις Λιβύης ἢ ἡ Κυρηναϊκή, ἀπὸ τῶν χρόνων τῶν Πτολεμαίων Κυρήνη, Βερενίκη, Ἀρσινόη, Πτολεμῒς καὶ Ἀπολλωνία· ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι, περὶ ὧν ἴδε Λεξ. Γεωγρ., Ἡρόδ. 1. 144, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως, ion. ιος;
pentapole, État formé de cinq villes doriennes (Lindos, Ialysos, Camiros, Éos, Knidos).
Étymologie: πέντε, πόλις.
Greek Monolingual
-εως, η, ΝΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος, Α
ονομασία που δινόταν σε ομοσπονδίες αποτελούμενες από πέντε πόλεις, όπως λ.χ. ήταν η Δωρική, η Θρακική, η Κυρηναϊκή, η Σοδομιτική και, τέλος, η πεντάπολις τών Φιλισταίων
αρχ.
μτφ. οι πέντε αισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + πόλις.
Russian (Dvoretsky)
πεντάπολις: εως, ион. ιος ἡ пятиградье, союз пяти городов (напр., дорических городов Λίνδος, Ἰήλυσος, Κάμειρος, Κῶς и Κνίδος) Her.