περιπόδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripodios
|Transliteration C=peripodios
|Beta Code=peripo/dios
|Beta Code=peripo/dios
|Definition=α, ον, (πούς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[going round the feet]], σύρμα Ptol.<span class="title">Alm.</span>8.1, cf. <span class="title">AB</span>354. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. περιπόδιον, τό, [[part about the feet]], Ptol. <span class="title">Alm.</span>7.5; περιποδίη (Ion.), ἡ, <b class="b2">foot-bandage</b>, Hp. ap. Gal.19.130.</span>
|Definition=α, ον, (πούς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[going round the feet]], σύρμα Ptol.<span class="title">Alm.</span>8.1, cf. <span class="title">AB</span>354. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. περιπόδιον, τό, [[part about the feet]], Ptol. <span class="title">Alm.</span>7.5; περιποδίη (Ion.), ἡ, [[foot-bandage]], Hp. ap. Gal.19.130.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:57, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόδιος Medium diacritics: περιπόδιος Low diacritics: περιπόδιος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: peripódios Transliteration B: peripodios Transliteration C: peripodios Beta Code: peripo/dios

English (LSJ)

α, ον, (πούς)

   A going round the feet, σύρμα Ptol.Alm.8.1, cf. AB354.    II Subst. περιπόδιον, τό, part about the feet, Ptol. Alm.7.5; περιποδίη (Ion.), ἡ, foot-bandage, Hp. ap. Gal.19.130.

German (Pape)

[Seite 588] um den Fuß od. die Füße gehend, B. A. 354.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ περὶ τοὺς πόδας τιθέμενος, Α. Β. 354· πρβλ. ἐπιπόδιος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. περιπόδιον, τό, τὸ περὶ τοὺς πόδας μέρος, τὸ κατώτερον μέρος ἐσθῆτος, Φώτ.· περιποδίη (Ἰων.), ἡ, ἐπίδεσις περὶ τὸν πόδα, Γαληνοῦ Λεξ. Ἱππ. 544.

Greek Monolingual

-α, -ο / περιπόδιος, -ία, -ον, ΝΑ, θηλ. ιων. τ. περιποδίη Α
νεοελλ.
(μόνον το ουδ. ως ουσ.) το περιπόδιο
περίβλημα που φοριέται γύρω από τα πόδια, η κάλτσα
αρχ.
1. αυτός που τοποθετείται γύρω από τα πόδια, που τά περιβάλλει («τὸν περιπόδιον κόσμον», Πτολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιπόδιον
το πιο χαμηλό τμήμα ενδύματος, αυτό που βρίσκεται γύρω από τα πόδια
3. το θηλ. ως ουσ.περιποδίη
επίδεσμος γύρω από το πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πούς, ποδός + επίθημα -ιος].