πιτυρίας: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐτῡρίας''': ([[μετὰ]] τοῦ ἄρτος ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, [[πιτυρίτης]] ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85.
|lstext='''πῐτῡρίας''': ([[μετὰ]] τοῦ ἄρτος ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, Πολυδ. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, [[πιτυρίτης]] ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[ἄρτος]]) μαύρο [[ψωμί]], [[πιτυρίτης]]. || <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (ως σκωπτική [[προσφώνηση]]) πολύ [[μελαχρινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αποπυρ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[ἄρτος]]) μαύρο [[ψωμί]], [[πιτυρίτης]]. || <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (ως σκωπτική [[προσφώνηση]]) πολύ [[μελαχρινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αποπυρ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:46, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτῡρίας Medium diacritics: πιτυρίας Low diacritics: πιτυρίας Capitals: ΠΙΤΥΡΙΑΣ
Transliteration A: pityrías Transliteration B: pityrias Transliteration C: pityrias Beta Code: pituri/as

English (LSJ)

(with or without ἄρτος), ὁ, bread

   A made with bran, Poll. 6.72, Gal.6.481, etc.

German (Pape)

[Seite 622] ὁ, ἄρτος, Kleienbrot, VLL., wie Poll. 6, 72; auch πιτυρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῡρίας: (μετὰ τοῦ ἄρτος ἢ ἄνευ αὐτοῦ), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, Πολυδ. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, πιτυρίτης ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς λέξις ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. ἄρτος) μαύρο ψωμί, πιτυρίτης.