τετραφάρμακος: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrafarmakos | |Transliteration C=tetrafarmakos | ||
|Beta Code=tetrafa/rmakos | |Beta Code=tetrafa/rmakos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[compounded of four drugs]]:—as Subst., <b class="b3">τετραφάρμακος, ἡ</b>, <b class="b2">a compound of wax, tallow, pitch, resin</b>, <span class="bibl">Meno <span class="title">Iatr.</span> 14.19</span>, <span class="bibl">Ph.1.433</span> (= <span class="title">Stoic.</span>2.154), Gal.1.242; also <b class="b3">-κον, τό</b>, Id.12.328. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">-κος, ἡ</b>, metaph., of the first four <b class="b3">Κύριαι Δόξαι</b> of Epicurus, Phld.<span class="title">Herc.</span>1005.4.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A compounded of four drugs:—as Subst., τετραφάρμακος, ἡ, a compound of wax, tallow, pitch, resin, Meno Iatr. 14.19, Ph.1.433 (= Stoic.2.154), Gal.1.242; also -κον, τό, Id.12.328. II -κος, ἡ, metaph., of the first four Κύριαι Δόξαι of Epicurus, Phld.Herc.1005.4.
German (Pape)
[Seite 1100] aus vier Heilmitteln zusammengesetzt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰφάρμᾰκος: -ον, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων φαρμάκων· ὡς οὐσ. τετραφάρμακος, ἡ, ἢ -φάρμακον, τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, στέατος, πίσσης καὶ ῥητίνης, Φίλων 1. 433, Γαλην., Ἐρωτιαν. 308 ἐν λ. πισσήρην, ἣν ἑρμηνεύει: «κηρωτήν, τὴν τετραφάρμακον καλουμένην».
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα φάρμακα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετραφάρμακος
α) είδος εμπλάστρου από κηρό, στέαρ, πίσσα και ρητίνη
β) οι πρώτες τέσσερεις «Κύριαι Δόξαι» του Επικούρου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραφάρμακον
το παραπάνω είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάρμακον (πρβλ. πεντα-φάρμακος)].