ὑλομανής: Difference between revisions
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ylomanis | |Transliteration C=ylomanis | ||
|Beta Code=u(lomanh/s | |Beta Code=u(lomanh/s | ||
|Definition=ές, (μαίνομαι) <span class="sense" | |Definition=ές, (μαίνομαι) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[mad after the woods]], Hsch. (<b class="b3">-μανείς</b> cod.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:12, 13 December 2020
English (LSJ)
ές, (μαίνομαι) A mad after the woods, Hsch. (-μανείς cod.).
German (Pape)
[Seite 1177] ές, 1) in Wälder verliebt, gew. in Wäldern lebend. – 2) von Bäumen oder vom Weinstock, zu sehr ins Holz treibend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλομᾰνής: -ές, (μαίνομαι) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. φυλλομανέω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση
2. (για φυτό) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. οἰνο-μανής].