φρυγεύς: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φρῡγεύς''': έως, ὁ ([[φρύγω]]) [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθὴ ἢ [[ἄλλο]] τι, ὡς τὸ [[φρύγετρον]], Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 4. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν τὴν ἐργασίαν ταύτην [[ἀνήρ]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 181, παρ’ αὐτῷ ὑπάρχει καὶ [[ῥῆμα]] φρυγεύω = [[φρύγω]].
|lstext='''φρῡγεύς''': έως, ὁ ([[φρύγω]]) [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθὴ ἢ [[ἄλλο]] τι, ὡς τὸ [[φρύγετρον]], Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 4. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν τὴν ἐργασίαν ταύτην [[ἀνήρ]], Πολυδ. Ζ΄, 181, παρ’ αὐτῷ ὑπάρχει καὶ [[ῥῆμα]] φρυγεύω = [[φρύγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σκεύος]] για το [[καβούρντισμα]] του κριθαριού<br /><b>2.</b> αυτός που φρύγει, που καβουρντίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σκεύος]] για το [[καβούρντισμα]] του κριθαριού<br /><b>2.</b> αυτός που φρύγει, που καβουρντίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
}}
}}

Revision as of 21:09, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυγεύς Medium diacritics: φρυγεύς Low diacritics: φρυγεύς Capitals: ΦΡΥΓΕΥΣ
Transliteration A: phrygeús Transliteration B: phrygeus Transliteration C: frygeys Beta Code: frugeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, = foreg.1, Theopomp.Com. 53.    II one who roasts, Poll.7.181.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der Röster, Gefäß zum Rösten, Poll. 1, 246.

Greek (Liddell-Scott)

φρῡγεύς: έως, ὁ (φρύγω) ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθὴ ἢ ἄλλο τι, ὡς τὸ φρύγετρον, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 4. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν τὴν ἐργασίαν ταύτην ἀνήρ, Πολυδ. Ζ΄, 181, παρ’ αὐτῷ ὑπάρχει καὶ ῥῆμα φρυγεύω = φρύγω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. σκεύος για το καβούρντισμα του κριθαριού
2. αυτός που φρύγει, που καβουρντίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -εύς].