χαλκίζω: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκίζω''': [[λάμπω]] ὡς [[χαλκός]], χαλκίζειν τὴν χροιὰν Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291· ἠχῶ ὡς [[χαλκός]], φωνὴ χαλκίζουσα | |lstext='''χαλκίζω''': [[λάμπω]] ὡς [[χαλκός]], χαλκίζειν τὴν χροιὰν Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291· ἠχῶ ὡς [[χαλκός]], φωνὴ χαλκίζουσα Πολυδ. Β΄, 117. ΙΙ. [[παίζω]] τὴν παιδιὰν [[χαλκισμός]], περιδινῶ χαλκοῦν [[νόμισμα]] ὀρθὸν καὶ σταματῶ αὐτὸ μὲ ὄρθιον τὸ δάκτυλον πρὶν καταπέσῃ, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 77 «χαλκίζειν δὲ παιδιᾶς τι [[εἶδος]], ἐν ᾗ νομίσματι ἠρτίαζον» Πολυδ. Ζ΄, 105, 206· πρβλ. [[χαλκίνδα]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[χαλκός]]<br />[[λάμπω]] όπως ο [[χαλκός]] («χαλκίζειν τῇ χροιᾷ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ηχώ όπως ο [[χαλκός]] όταν κρούεται («φωνὴ χαλκίζουσα», <b> | |mltxt=ΜΑ [[χαλκός]]<br />[[λάμπω]] όπως ο [[χαλκός]] («χαλκίζειν τῇ χροιᾷ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ηχώ όπως ο [[χαλκός]] όταν κρούεται («φωνὴ χαλκίζουσα», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίζω]] το [[παιχνίδι]] [[χαλκισμός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:06, 7 July 2020
English (LSJ)
A shine like brass, χ. τὴν χροιάν Sch.Il.14.291; of snakes, χρώματι χ. Philum. Ven.32.1; ring like brass, φωνὴ χαλκίζουσα Poll.2.117. II play the game χαλκισμός, 'spin a copper', Alex.337, Herod.3.65, Poll.7.105, 206; cf. χαλκίνδα.
German (Pape)
[Seite 1330] 1) wie Erz od. Kupfer glänzen, klingen, φωνὴ χαλκίζουσα, eine starke, helltönende, metallreiche Stimme, Poll. 2, 117. – 2) das Spiel mit Kupfermünzen, χαλκισμός, oder χαλκίνδα spielen, Poll. 7, 206; = χαλκῷ κυβεύειν, Alexis in B. A. 116.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκίζω: λάμπω ὡς χαλκός, χαλκίζειν τὴν χροιὰν Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291· ἠχῶ ὡς χαλκός, φωνὴ χαλκίζουσα Πολυδ. Β΄, 117. ΙΙ. παίζω τὴν παιδιὰν χαλκισμός, περιδινῶ χαλκοῦν νόμισμα ὀρθὸν καὶ σταματῶ αὐτὸ μὲ ὄρθιον τὸ δάκτυλον πρὶν καταπέσῃ, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 77 «χαλκίζειν δὲ παιδιᾶς τι εἶδος, ἐν ᾗ νομίσματι ἠρτίαζον» Πολυδ. Ζ΄, 105, 206· πρβλ. χαλκίνδα.
Greek Monolingual
ΜΑ χαλκός
λάμπω όπως ο χαλκός («χαλκίζειν τῇ χροιᾷ», Ευστ.)
αρχ.
1. ηχώ όπως ο χαλκός όταν κρούεται («φωνὴ χαλκίζουσα», Πολυδ.)
2. παίζω το παιχνίδι χαλκισμός.