φύσκων: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύσκων''': ἢ φυσκών, ὁ, παχὺς τὴν γαστέρα, [[γάστρων]], [[προγάστωρ]], ὁ Ἀλκαῖος ἀπεκάλει τὸν Πιττακὸν φύσκωνα καὶ γάστρωνα, ὅτι παχὺς ἦν Διογέν. Λαέρτ. 1. 81˙ ἐπώνυμον Πτολεμ. τοῦ Ε΄, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 11, κτλ. 2) παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 205, [[εἶδος]] βόλου ἐν τῷ κυβεύειν: «οἱ δὲ βελτίους βόλοι, ἐφ’ οἷς καὶ τὸ εὐκυβεῖν ἐλέγετο, [[βόλος]] [[πρανής]]... [[φύσκων]]».
|lstext='''φύσκων''': ἢ φυσκών, ὁ, παχὺς τὴν γαστέρα, [[γάστρων]], [[προγάστωρ]], ὁ Ἀλκαῖος ἀπεκάλει τὸν Πιττακὸν φύσκωνα καὶ γάστρωνα, ὅτι παχὺς ἦν Διογέν. Λαέρτ. 1. 81˙ ἐπώνυμον Πτολεμ. τοῦ Ε΄, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 11, κτλ. 2) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 205, [[εἶδος]] βόλου ἐν τῷ κυβεύειν: «οἱ δὲ βελτίους βόλοι, ἐφ’ οἷς καὶ τὸ εὐκυβεῖν ἐλέγετο, [[βόλος]] [[πρανής]]... [[φύσκων]]».
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύσκων Medium diacritics: φύσκων Low diacritics: φύσκων Capitals: ΦΥΣΚΩΝ
Transliteration A: phýskōn Transliteration B: physkōn Transliteration C: fyskon Beta Code: fu/skwn

English (LSJ)

or φυσκών, ῶνος, ὁ,

   A pot-belly, nickname given to Pittacus, Alc.37B; freq. of Ptolemy VII, J.AJ12.4.11, etc.    2 a throw of the dice, Poll.7.205.

German (Pape)

[Seite 1319] ωνος, oder φυσκών, ῶνος, ὁ, Dickbauch, Schmeerbauch; Plut. Coriol. 11; Spottname des fünften Ptolemäus, vgl. D. L. 1, 81.

Greek (Liddell-Scott)

φύσκων: ἢ φυσκών, ὁ, παχὺς τὴν γαστέρα, γάστρων, προγάστωρ, ὁ Ἀλκαῖος ἀπεκάλει τὸν Πιττακὸν φύσκωνα καὶ γάστρωνα, ὅτι παχὺς ἦν Διογέν. Λαέρτ. 1. 81˙ ἐπώνυμον Πτολεμ. τοῦ Ε΄, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 11, κτλ. 2) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 205, εἶδος βόλου ἐν τῷ κυβεύειν: «οἱ δὲ βελτίους βόλοι, ἐφ’ οἷς καὶ τὸ εὐκυβεῖν ἐλέγετο, βόλος πρανής... φύσκων».

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
ventru.
Étymologie: φύσκη.

Greek Monolingual

και φύσγων, -ωνος, ή φυσκών, -ῶνος, ὁ Α
1. (κυρίως ως παρωνύμιο του Πιττακού) κοιλαράς, προγάστωρ
2. ρίψη βόλων, ζαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσκη + επίθημα -ων (πρβλ. ἄρχ-ων)].

Russian (Dvoretsky)

φύσκων: ωνος ὁ толстобрюхий, пузан Plut., Diod., Diog. L.