συκοφάγος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykofagos | |Transliteration C=sykofagos | ||
|Beta Code=sukofa/gos | |Beta Code=sukofa/gos | ||
|Definition=[ᾰ], ον,= | |Definition=[ᾰ], ον,= [[συκοτράγος]], Hsch. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> s.v. [[κραδοφάγος]], Sch. Pl. <span class="title">Alc.</span>1.118e.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:45, 7 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ον,= συκοτράγος, Hsch.
A s.v. κραδοφάγος, Sch. Pl. Alc.1.118e.
Greek Monolingual
ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].
Greek Monolingual
ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].