λέγνον: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λέγνον''': τό, ἡ παρυφὴ τοῦ ἱματίου παράλληλον τῇ ᾤα, «οὔγιᾳ», «λέγνα δὲ τὰ ἐν τῷ ἱματίῳ ἑκατέρου μέρους» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 62 (κοινῶς λίγνα)· «λέγνα· τὸ ἔσχατον» Ἡσύχ. 2) τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης, τὰ [[ἄκρα]], χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 656, 10.
|lstext='''λέγνον''': τό, ἡ παρυφὴ τοῦ ἱματίου παράλληλον τῇ ᾤα, «οὔγιᾳ», «λέγνα δὲ τὰ ἐν τῷ ἱματίῳ ἑκατέρου μέρους» Πολυδ. Ζ΄, 62 (κοινῶς λίγνα)· «λέγνα· τὸ ἔσχατον» Ἡσύχ. 2) τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης, τὰ [[ἄκρα]], χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 656, 10.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέγνον Medium diacritics: λέγνον Low diacritics: λέγνον Capitals: ΛΕΓΝΟΝ
Transliteration A: légnon Transliteration B: legnon Transliteration C: legnon Beta Code: le/gnon

English (LSJ)

τό,

   A coloured edging or border of a garment parallel to the ὤα or selvage, Poll.7.62, Hsch.    2 τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης border of the womb, Hp.Mul.2.144.

German (Pape)

[Seite 21] τό, Saum, Rand, bes. bunter Saum an dem Kleide, der angewebt war, VLL.; übh. Rand, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λέγνον: τό, ἡ παρυφὴ τοῦ ἱματίου παράλληλον τῇ ᾤα, «οὔγιᾳ», «λέγνα δὲ τὰ ἐν τῷ ἱματίῳ ἑκατέρου μέρους» Πολυδ. Ζ΄, 62 (κοινῶς λίγνα)· «λέγνα· τὸ ἔσχατον» Ἡσύχ. 2) τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης, τὰ ἄκρα, χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 656, 10.

Greek Monolingual

λέγνον, τὸ (Α)
1. η έγχρωμη παρυφή του ιματίου που είναι παράλληλη με την ούγια
2. τα άκρα της μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το λέγνον και ο παρλλ. τ. λέγνη (Ησύχ.) είναι άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέονται με αρχ. ινδ. lagati, lagna- «προσκολλώμαι»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. (-νη f.)
Meaning: cloured edging, of a cloth (Poll., H., sch.), also of the side of the womb (Hp.).
Derivatives: λεγνωτός provided w. λ. (Call., Nic.), λεγνώδεις ποικίλας, λεγνῶσαι ποικῖλαι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No etymology. The connection with Skt. lagati, lagna- (ep.) stick fast, adhere to (Prellwitz) is defended by WP. 2, 714 referring to Lat. limbus edging of cloth beside Skt. lámbate hang of, hang on. - Perh. Pre-Greek.

Frisk Etymology German

λέγνον: {légnon}
Forms: (-νη f.)
Grammar: n.
Meaning: bunter Besatz, Saum eines Kleides (Poll., H., Sch.), auch von der Kante der Gebärmutter (Hp.), mit λεγνωτός ‘m. λ. versehen’ (Kall., Nik.), λεγνώδεις· ποικίλας, λεγνῶσαι· ποικῖλαι H.
Etymology : Keine überzeugende Etymologie. Die Zusammenstellung mit aind. lagati, lagna- (ep.) anhaften, sich anhängen (Prellwitz) wird von WP. 2, 714 unter Verweis auf lat. limbus Besatz am Kleide neben aind. lámbate herabhängen, sich anhängen gestützt.
Page 2,94