ἀποτριάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτριάζω''': ἀναδεικνύομαι νικητὴς ἐν πεντάθλῳ, «ἐπὶ δὲ πεντάθλου τὸ νικῆσαι ἀποτριάξαι λέγουσιν» [[Πολυδ]]. Γ΄, 151, «ἀποτριάσαι, οἱ δὲ ἀποτριάξαι διὰ τοῦ ξ, πληγὰς [[τρεῖς]] δοῦναι» Α. Β. 438. 7, «οὐκ [[ἀτρίακτος]], οὐκ [[ἀνίκητος]] ἀπὸ τῶν παλαιστῶν, οἵ ἀποτριάζονται ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 339.
|lstext='''ἀποτριάζω''': ἀναδεικνύομαι νικητὴς ἐν πεντάθλῳ, «ἐπὶ δὲ πεντάθλου τὸ νικῆσαι ἀποτριάξαι λέγουσιν» Πολυδ. Γ΄, 151, «ἀποτριάσαι, οἱ δὲ ἀποτριάξαι διὰ τοῦ ξ, πληγὰς [[τρεῖς]] δοῦναι» Α. Β. 438. 7, «οὐκ [[ἀτρίακτος]], οὐκ [[ἀνίκητος]] ἀπὸ τῶν παλαιστῶν, οἵ ἀποτριάζονται ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 339.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτρῐάζω Medium diacritics: ἀποτριάζω Low diacritics: αποτριάζω Capitals: ΑΠΟΤΡΙΑΖΩ
Transliteration A: apotriázō Transliteration B: apotriazō Transliteration C: apotriazo Beta Code: a)potria/zw

English (LSJ)

   A to be victorious in wrestling (cf. τριακτήρ), Sch.A.Ch. 339 (Pass.); to be victorious in the πένταθλον, Poll.3.151: = τρεῖς πληγὰς δοῦναι, AB438, Hsch.

German (Pape)

[Seite 332] triumphiren. Bei B. A. p. 428 ein Fechterausdruck, τρεῖς πληγὰς δοῦναι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτριάζω: ἀναδεικνύομαι νικητὴς ἐν πεντάθλῳ, «ἐπὶ δὲ πεντάθλου τὸ νικῆσαι ἀποτριάξαι λέγουσιν» Πολυδ. Γ΄, 151, «ἀποτριάσαι, οἱ δὲ ἀποτριάξαι διὰ τοῦ ξ, πληγὰς τρεῖς δοῦναι» Α. Β. 438. 7, «οὐκ ἀτρίακτος, οὐκ ἀνίκητος ἀπὸ τῶν παλαιστῶν, οἵ ἀποτριάζονται ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 339.

Spanish (DGE)

asestar tres golpes Hsch., AB 438
de ahí vencer en el pentatlon Poll.3.151, cf. Sch.A.Ch.339.

Greek Monolingual

ἀποτριάζω (Α)
νικώ στο πένταθλο.