σκύνιον: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], τό</b>" to "ῠ], τό")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκύνιον''': [ῠ], τό, (σκύζω) τὸ [[ὑπὲρ]] τοὺς ὀφθαλμοὺς δέρμα, Νικ. Θηρ. 177, 443, [[Πολυδ]]. Β΄, 66, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. [[ἐπισκύνιον]].
|lstext='''σκύνιον''': [ῠ], τό, (σκύζω) τὸ [[ὑπὲρ]] τοὺς ὀφθαλμοὺς δέρμα, Νικ. Θηρ. 177, 443, Πολυδ. Β΄, 66, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. [[ἐπισκύνιον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύνιον Medium diacritics: σκύνιον Low diacritics: σκύνιον Capitals: ΣΚΥΝΙΟΝ
Transliteration A: skýnion Transliteration B: skynion Transliteration C: skynion Beta Code: sku/nion

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A skin above the eyes, Nic.Th.177,443, Poll.2.66 (all pl.); cf. ἐπισκύνιον.

German (Pape)

[Seite 908] τό, die Haut oberhalb des Auges, an der die Augenbrauen sitzen, gew. im plur., Nic. Ther. 177. 443, viel gebräuchlicher sedoch ist die Zusammensetzung ἐπισκύνιον, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

σκύνιον: [ῠ], τό, (σκύζω) τὸ ὑπὲρ τοὺς ὀφθαλμοὺς δέρμα, Νικ. Θηρ. 177, 443, Πολυδ. Β΄, 66, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. ἐπισκύνιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το δέρμα που βρίσκεται πάνω από τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐπισκύνιον.

Russian (Dvoretsky)

σκύνιον: τό Anth. = ἐπισκύνιον.