Θεσσαλικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Θεσσαλικός''': Ἀττ. Θεττ-, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Θεσ. [[ἕδος]], [[εἶδος]] καθίσματος ἢ ἀνακλίντρου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· [[δίφρος]] Εὔπολ. ἐν Αὐτ. 6· πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 112· Θ. [[ἔνθεσις]], Θετταλικὰ δεῖπνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 413· [[ἐπειδὴ]] ἡ Θεσσαλικὴ [[λαιμαργία]] ἦτο [[παροιμιώδης]], πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Συντρ. 1, Ἀθήν. 418Β κἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κράτης ἐν Λαμ. 2.
|lstext='''Θεσσαλικός''': Ἀττ. Θεττ-, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Θεσ. [[ἕδος]], [[εἶδος]] καθίσματος ἢ ἀνακλίντρου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· [[δίφρος]] Εὔπολ. ἐν Αὐτ. 6· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 112· Θ. [[ἔνθεσις]], Θετταλικὰ δεῖπνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 413· [[ἐπειδὴ]] ἡ Θεσσαλικὴ [[λαιμαργία]] ἦτο [[παροιμιώδης]], πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Συντρ. 1, Ἀθήν. 418Β κἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κράτης ἐν Λαμ. 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θεσσαλικός Medium diacritics: Θεσσαλικός Low diacritics: Θεσσαλικός Capitals: ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΣ
Transliteration A: Thessalikós Transliteration B: Thessalikos Transliteration C: THessalikos Beta Code: *qessaliko/s

English (LSJ)

Att. Θεττ-, ή, όν, Thessalian: Θ. ἕδος, a sort of

   A chair or couch, Hp.Art.7; ὄρεα Hdt.7.128; δίφρος Eup.58, cf. Poll.7.112; Θ. ἔνθεσις Hermipp. 41; Θ. δεῖπνα Ar.Fr.492, cf. Antiph. 34.3. Adv. -κῶς Crates Com. 19.    2 of the Thessalian dialect, ἔθος A.D.Synt.214.6; διαίρεσις ib.50.9. Adv. -κῶς Id.Pron.109.1: Comp. -ώτερον Id.Synt.159.9.

Greek (Liddell-Scott)

Θεσσαλικός: Ἀττ. Θεττ-, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Θεσ. ἕδος, εἶδος καθίσματος ἢ ἀνακλίντρου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· δίφρος Εὔπολ. ἐν Αὐτ. 6· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 112· Θ. ἔνθεσις, Θετταλικὰ δεῖπνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 413· ἐπειδὴ ἡ Θεσσαλικὴ λαιμαργία ἦτο παροιμιώδης, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Συντρ. 1, Ἀθήν. 418Β κἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κράτης ἐν Λαμ. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Thessalie, thessalien.
Étymologie: Θεσσαλία.

Russian (Dvoretsky)

Θεσσᾰλικός: атт. Θεττᾰλικός 3 фессалийский Her., Plat. etc.

English (Woodhouse)

Thessalian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)