κρυπτήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kryptir | |Transliteration C=kryptir | ||
|Beta Code=krupth/r | |Beta Code=krupth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, = | |Definition=ῆρος, ὁ, = [[κρυπτήριος]] ([[convenient for concealing]], [[dungeon]]), τόποι Sch. Oppian. ''H.'' 3.235. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρυπτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κρύπτω]]<br />[[κρυπτήριος]], [[κατάλληλος]] για [[απόκρυψη]], για να κρυφτεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]] («κρυπτήρες τόποι», Σχολ. στον Οππ. Αλ.). | |mltxt=[[κρυπτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κρύπτω]]<br />[[κρυπτήριος]], [[κατάλληλος]] για [[απόκρυψη]], για να κρυφτεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]] («κρυπτήρες τόποι», Σχολ. στον Οππ. Αλ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 22 January 2021
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = κρυπτήριος (convenient for concealing, dungeon), τόποι Sch. Oppian. H. 3.235.
Greek Monolingual
κρυπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κρύπτω
κρυπτήριος, κατάλληλος για απόκρυψη, για να κρυφτεί κάποιος ή κάτι («κρυπτήρες τόποι», Σχολ. στον Οππ. Αλ.).