σάθων: Difference between revisions
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sathon | |Transliteration C=sathon | ||
|Beta Code=sa/qwn | |Beta Code=sa/qwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, from [[σάθη]], <span class="sense" | |Definition=ωνος, ὁ, from [[σάθη]], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> like [[πόσθων]] from [[πόσθη]], a coaxing word of nurses to a boy-baby, <span class="bibl">Telecl.65</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:50, 11 December 2020
English (LSJ)
ωνος, ὁ, from σάθη, A like πόσθων from πόσθη, a coaxing word of nurses to a boy-baby, Telecl.65.
German (Pape)
[Seite 857] ωνος, ὁ, ein Knabe od. Mann, nach dem männlichen Gliede, σάθη genannt; VLL., aus Teleclid., ὑποκόρισμα παιδίων ἀῤῥένων. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
σάθων: -ωνος, ὁ, ἐκ τοῦ σάθη, ὡς πόσθων ἐκ τοῦ πόσθη, ὑποκόρισμα λεγόμενον ὑπὸ τῶν τροφῶν περὶ μικρῶν παιδίων, ὁ ἔχων μεγάλην σάθην, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 22.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
1. (υποκόρισμα που έλεγαν οι τροφοί στα μικρά αρσενικά παιδιά) αυτός που έχει μεγάλο πέος
2. (ώς κύριο όν.) Σάθων
τίτλος έργου του Αντισθένους εναντίον του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάθη «ανδρικό μόριο» + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. πόσθ-ων, πόρδ-ων)].