σειρηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σειρηφόρος:''' -ον , Ιων. αντί [[σειραφόρος]]. | |lsmtext='''σειρηφόρος:''' -ον, Ιων. αντί [[σειραφόρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:00, 9 January 2022
English (LSJ)
ον, Ion. for σειραφόρος.
German (Pape)
[Seite 868] ion. = σειραφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σειραφόρος.
Greek Monotonic
σειρηφόρος: -ον, Ιων. αντί σειραφόρος.
Russian (Dvoretsky)
σειρηφόρος: ион. = σειραφόρος I и II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.