σπούδαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀλετρίβανος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[εκφραστικός]] τ. <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αὖλ</i>-<i>αξ</i>). Η σημ. του τ. «[[γουδί]]», αν δεν [[είναι]] μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. [[σπεύδω]] «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]]» (<b>βλ.</b> [[σπεύδω]])].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀλετρίβανος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[εκφραστικός]] τ. <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. [[αὖλαξ]]). Η σημ. του τ. «[[γουδί]]», αν δεν [[είναι]] μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. [[σπεύδω]] «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]]» (<b>βλ.</b> [[σπεύδω]])].
}}
}}

Revision as of 16:32, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπούδαξ Medium diacritics: σπούδαξ Low diacritics: σπούδαξ Capitals: ΣΠΟΥΔΑΞ
Transliteration A: spoúdax Transliteration B: spoudax Transliteration C: spoydaks Beta Code: spou/dac

English (LSJ)

ἀλετρίβανος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σπούδαξ: «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός εκφραστικός τ. < σπουδή + επίθημα -αξ (πρβλ. αὖλαξ). Η σημ. του τ. «γουδί», αν δεν είναι μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. σπεύδω «πιέζω, συνθλίβω» (βλ. σπεύδω)].