σπατάγγης: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπατάγγης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἐχίνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2· αἰτιατ. πληθ. πατάγγας, | |lstext='''σπατάγγης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἐχίνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2· αἰτιατ. πληθ. πατάγγας, Πολυδ. Ϛ΄, 47. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ μεγάλοι ἐχῖνοι οἱ θαλάσσιοι». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of
A sea-urchin, Sophr.102, Ar.Fr.409, Arist.HA530b4; πάταγγας acc. pl., Poll.6.47 (v.l. πάταγα, παταγας).
Greek (Liddell-Scott)
σπατάγγης: -ου, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἐχίνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2· αἰτιατ. πληθ. πατάγγας, Πολυδ. Ϛ΄, 47. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ μεγάλοι ἐχῖνοι οἱ θαλάσσιοι».
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
1 sorte d’oursin, poisson;
2 p. anal. sexe de la femme (AR, fr. 409).
Étymologie: DELG emprunt prob.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ο σπάταγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Η σύνδεση της λ. με το ρ. σπάω / σπῶ «ρουφώ, πιπιλίζω» δεν θεωρείται πιθανή].
Russian (Dvoretsky)
σπᾱτάγγης: ου, v. l. σπάταγγος ὁ зоол. спатанг (разновидность морского ежа) Arph., Arst.
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: kind of sea urchin (Sophr. 102, Ar. Fr. 409, Arist.);
Other forms: πάταγγας acc. pl. id. (Poll.). Note also φατάγγης animal with scales (Schuppentier) (Ael.) (Furnée 111 n. 58, 164, 281; not in LSJ).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Unexplained foreign word. (Hardly to σπάω suck (cf. on σπατάλη)? -- From this σπαταγγίζειν ταράσσειν H. - The variation shows that the word is Pre-Greek,
Frisk Etymology German
σπατάγγης: -ου
{spatággēs}
Forms: πάταγγας Akk. pl. ib. (Poll.).
Grammar: m.
Meaning: Art Seeigel (Sophr. 102, Ar. Fr. 409, Arist.);
Etymology : Unerklärtes Fremdwort. Oder zu σπάω saugen (vgl. zu σπατάλη)? — Davon σπαταγγίζειν· ταράσσειν H.
Page 2,759