σταδιαῖος: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stadiaios | |Transliteration C=stadiaios | ||
|Beta Code=stadiai=os | |Beta Code=stadiai=os | ||
|Definition=α, ον, (στάδιον) <span class="sense" | |Definition=α, ον, (στάδιον) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[a stade long]], [[deep]], or [[high]], σ. βάθος <span class="bibl">Plb. 34.11.14</span>; ὁ σ. δρόμος <span class="bibl">D.H.7.73</span>; πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος <span class="bibl">D.S.1.52</span>; διφθέραι σ. τοῖς μεγέθεσιν <span class="bibl">Ath.12.539c</span>:—v. [[σταδαῖος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:46, 11 December 2020
English (LSJ)
α, ον, (στάδιον) A a stade long, deep, or high, σ. βάθος Plb. 34.11.14; ὁ σ. δρόμος D.H.7.73; πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος D.S.1.52; διφθέραι σ. τοῖς μεγέθεσιν Ath.12.539c:—v. σταδαῖος.
German (Pape)
[Seite 926] das Maaß eines Stadion habend; βάθος, Pol. 34, 11, 14; τόπος, Apolld. 3, 9, 1; a. Sp. – Bei Themist. auch = σταδαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰδιαῖος: -α, -ον, (στάδιον) ὁ ἔχων μῆκος, πλάτος ἢ ὕψος ἐνὸς σταδίου, στ. βάθος Πολύβ. 34. 11, 14˙ ὁ στ. δρόμος Διον. Ἁλ. 7. 73˙ πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος Διόδ. 1. 52˙ διφθέραι στ. τοῖς μεγέθεσιν Ἀθήν. 539C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de l’étendue (longueur, largeur, etc.) d’un stade.
Étymologie: στάδιον.
Greek Monolingual
-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων.
β. «καθ' οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῑον», Πολ.
γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ ὕψος», Διόδ.
δ. «σταδιαῑος δρόμος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγον-ιαῖος)].
Russian (Dvoretsky)
στᾰδιαῖος: размером в один стадий (βάθος Polyb.): σ. τὸ ὕψος Diod. имеющий один стадий в вышину.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταδιαῖος -α -ον [στάδιον] alleen in. μάχη σταδιαία gevecht van man tegen man (in het gelid) Luc. 33.40.