πάλλα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palla | |Transliteration C=palla | ||
|Beta Code=pa/lla | |Beta Code=pa/lla | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[ball]] (<b class="b3">σφαῖρα ἐκ ποικίλων ναμάτων</b> (fort. [[νημάτων]]) πεποιημένη Hsch.), read by Dionysodorus for [[σφαῖρα]] in <span class="bibl">Od.6.115</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:11, 11 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A ball (σφαῖρα ἐκ ποικίλων ναμάτων (fort. νημάτων) πεποιημένη Hsch.), read by Dionysodorus for σφαῖρα in Od.6.115.
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, der Ball, wie einige für σφαῖρα schon Od. 6, 115 lesen wollten; σφαῖρα ἐκ ποικίλων νημάτων πεποιημένη erkl. Hesych., also wie bei uns die Bälle zum Ballspielen gemacht.
Greek (Liddell-Scott)
πάλλα: ἡ, ἡ συνήθως καλουμένη σφαῖρα, «τόπι», καὶ οὕτω τινὲς προτείνουσι νὰ ἀναγνωσθῇ ἐν Ὀδ. Ζ. 115. Κατὰ τὸν Ἡσύχιον: «σφαῖρα ἐκ ποικίλων νημάτων πεποιημένη». (Λατ. pila, ἴσως συγγενὲς τῷ πάλλω).
Greek Monolingual
πάλλα, ἡ (Α)
σφαίρα κατασκευασμένη από διάφορα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού, πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. πάλλω].