περικάδομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>περικᾱδομαι | |sltr=<b>περικᾱδομαι</b> [[care]] [[for]] c. gen. ([[Διόσκουροι]]) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, [[μάλα]] μὲν [[ἀνδρῶν]] [[δικαίων]] περικαδόμενοι (N. 10.54) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 3 September 2022
English (LSJ)
Dor. for -κήδομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περικάδομαι: Δωρ. ἀντὶ -κήδομαι, μάλα ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. Ν. 10, 100.
English (Slater)
περικᾱδομαι care for c. gen. (Διόσκουροι) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (N. 10.54)
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι.
Greek Monotonic
περικάδομαι: Δωρ. αντί -κήδομαι.
Russian (Dvoretsky)
περικάδομαι: дор. = περικήδομαι.