ὁμόκλαρος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὁμόκλᾱρος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sharing]] the [[same]] [[fortune]] ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς [[ὁμοῦ]] νικησάντων [[Ἴσθμια]] Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις [[joint]] (N. 9.5)
|sltr=<b>ὁμόκλᾱρος</b> [[sharing]] the [[same]] [[fortune]] ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς [[ὁμοῦ]] νικησάντων [[Ἴσθμια]] Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις [[joint]] (N. 9.5)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:50, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκλᾱρος Medium diacritics: ὁμόκλαρος Low diacritics: ομόκλαρος Capitals: ΟΜΟΚΛΑΡΟΣ
Transliteration A: homóklaros Transliteration B: homoklaros Transliteration C: omoklaros Beta Code: o(mo/klaros

English (LSJ)

Dor. for ὁμόκληρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκλᾱρος: Δωρ. ἀντὶ ὁμόκληρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ὁμός, κλῆρος.

English (Slater)

ὁμόκλᾱρος sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)

Greek Monolingual

ὁμόκλαρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος.

Greek Monotonic

ὁμόκλᾱρος: Δωρ. αντί ὁμόκληρος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόκλᾱρος: дор. = *ὁμόκληρος.